ἄπειρ'

ἄπειρ'
ἄπειρ'
ἄπειρα , ἄπειρος 1
without trial: neut nom /voc /acc pl
ἄπειρε , ἄπειρος 1
without trial: masc /fem voc sg
ἄπειρα , ἄπειρος 2
boundless: neut nom /voc /acc pl
ἄπειρε , ἄπειρος 2
boundless: masc /fem voc sg
ἄ̱πειρε , ἤπειρος
terra firma: fem voc sg

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἄπειρ' — ἄπειρα , ἄπειρος 1 without trial neut nom/voc/acc pl ἄπειρε , ἄπειρος 1 without trial masc/fem voc sg ἄπειρα , ἄπειρος 2 boundless neut nom/voc/acc pl ἄπειρε , ἄπειρος 2 boundless masc/fem voc sg ἄ̱πειρε , ἤπειρος terra firma fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισαχώς — ἰσαχῶς (Α) επίρρ. ίσα, σε ίσα μέρη, εξίσου, με ίσο αριθμό τρόπων («τἀγαθὸν ἰσαχῶς λέγεται τῷ ὄντι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσος + αχῶς (πρβλ. απειρ αχώς, πολλ αχώς, τετρ αχώς)] …   Dictionary of Greek

  • λειπώδιν — λειπώδιν, ινος, ἡ (Α) (στο λεξ. Σούδα) (για γυναίκα τής οποίας έχει περάσει η εποχή τής τεκνογονίας) αυτή που έχει απαλλαγεί από τις ωδίνες τού τοκετού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειπ τού λείπω + ώδιν (< ὠδίς, ῖνος«πόνος τού τοκετού»), πρβλ. απειρ ώδιν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”